φιλόβουλος

φιλόβουλος
φῐλό-βουλος, ,
A patron of the Senate, POxy.1305 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλόβουλος — ὁ, Α προστάτης τής Βουλής, τής Συγκλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βουλος (< βουλή «νομοθετικό σώμα»)] …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”